- αποδεικτική διαδικασία
- Η διαδικασία συλλογής του αποδεικτικού υλικού για μία δίκη. Περιλαμβάνει τον τρόπο και τα μέσα. Ειδικά στην πολιτική δικονομία, η α.δ. είναι το σύνολο των δικαστικών πράξεων που γίνονται από τους διαδίκους και από το δικαστήριο με σκοπό να σχηματίσουν δικανική πεποίθηση στον δικαστή για την αλήθεια ενός ισχυρισμού που περιλαμβάνει πραγματικά περιστατικά με ουσιαστική επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έχει τεράστια πρακτική σημασία για τη διεξαγωγή μιας δίκης, γιατί ο δικαστής, στον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, ακολουθεί ορισμένους κανόνες και δεν αρκεί η διαίσθηση ή η ικανότητα αντίληψης που μπορεί να διαθέτει, ενώ παράλληλα αποκλείεται η χρησιμοποίηση της ιδιωτικής του γνώσης. Η α.δ. αποτελεί τη συνισταμένη της επίλυσης μιας διαφοράς, καθώς το δίκαιο απονέμεται όχι σε εκείνον που το έχει, αλλά σε εκείνον που μπορεί να το αποδείξει. Έτσι, όταν τα νομικά προβλήματα μιας υπόθεσης είναι λυμένα, η όλη διαμάχη των αντιδίκων στρέφεται γύρω από την απόδειξη και τη διαδικασία της, γι’ αυτό και το όλο θέμα ρυθμίζεται λεπτομερώς από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Εδώ ισχύει το συζητητικό σύστημα, σε αντίθεση με το ανακριτικό σύστημα που ισχύει στην ποινική δικονομία, πράγμα που σημαίνει ότι η α.δ. γίνεται με την επιμέλεια των διαδίκων, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να αποδεικνύουν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζουν τους ισχυρισμούς τους. Αυτή η υποχρέωση λέγεται βάρος της απόδειξης και κατανέμεται ανάμεσα στους διαδίκους από το δικαστήριο, με βάση νομικά κριτήρια. Κατά γενική αρχή, ο κάθε διάδικος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να στηριχτεί ένα αυτοτελές αίτημα ή ανταίτημά του. Όταν ο νόμος καθιερώνει τεκμήριο για την ύπαρξη ενός γεγονότος, αυτό δεν χρειάζεται απόδειξη, για παράδειγμα όταν υπάρχει ουσιαστικό δεδικασμένο ή ομολογία. Τα τεκμήρια αυτά λέγονται αμάχητα, γιατί δεν επιδέχονται ανατροπή με άλλες αποδείξεις. Υπάρχουν όμως και τα μαχητά νόμιμα τεκμήρια, π.χ. γνησιότητα τέκνου, μουκιανό τεκμήριο κλπ., τα οποία απαλλάσσουν από το βάρος της απόδειξης αυτόν που τα επικαλείται, αλλά μπορεί ο αντίδικός του να φέρει αποδείξεις για την ανατροπή τους. Επίσης, δεν χρειάζεται απόδειξη: α) για γεγονότα που θεωρούνται πασίδηλα, β) για γεγονότα που είναι γνωστά στο δικαστήριο από άλλη δίκη, εφόσον κατά τις σχετικές νομικές διατάξεις η αλήθεια τους ισχύει για όλους (δεν περιορίζεται δηλαδή μεταξύ των διαδίκων), γ) για γεγονότα που το δικαστήριο μπορεί να συμπεράνει από άλλα αποδεδειγμένα πραγματικά γεγονότα(δικαστικά τεκμήρια) και δ) για γεγονότα που αποτελούν διδάγματατης κοινής πείρας. Οι νομικοί ισχυρισμοί δεν αποτελούν αντικείμενο απόδειξης με βάση τον κανόνα jura novit curia (δηλαδή, o δικαστής γνωρίζει τον νόμο), ειδικά όμως το έθιμο, τα συναλλακτικά ήθη και το αλλοδαπό δίκαιο μπορούν να αποτελέσουν θέμα απόδειξης αν ο δικαστής τα αγνοεί. Τα μέσα της απόδειξης είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, ο όρκος του διαδίκου και τα δικαστικά τεκμήρια. Ως προς την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, υπάρχουν δύο συστήματα. Σύμφωνα με το πρώτο, η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων οφείλεται στον δικαστή που εκτιμά ελεύθερα τις αποδείξεις και δίνει σε αυτές τη δύναμη που κρίνει κατά τη συνείδησή του, χωρίς να δεσμεύεται από νομικούς κανόνες. Το δεύτερο είναι το σύστημα των νομικών αποδείξεων, σύμφωνα με το οποίο ο δικαστής δεν έχει περιθώριο ελεύθερης εκτίμησης, γιατί είναι υποχρεωμένος να δώσει σε κάθε αποδεικτικό μέσο τη δύναμη που καθορίζεται από τον νόμο. Το σύστημα αυτό ίσχυε παλαιότερα, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί μεγάλη στενότητα και δυσκινησία στη διεξαγωγή των αποδείξεων. Είναι γνωστοί οι κανόνες «εις μάρτυς ουδείς μάρτυς», «η κατάθεση τριών γυναικών ισοδυναμεί με κατάθεση δύο ανδρών» κλπ. Στη νεότερη εποχή, το σύστημα αυτό εγκαταλείπεται βαθμιαία. Σήμερα, γίνεται δεκτό κατά βάση το σύστημα της ελεύθερης εκτίμησης. Κατ’ εξαίρεση, το σύστημα των νομικών αποδείξεων ισχύει για τη δικαστική ομολογία, τον όρκο του διάδικου όταν το διατάσσει το δικαστήριο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, για τα έγγραφα που η αποδεικτική τους δύναμη καθορίζεται από τον νόμο. Η α.δ. γίνεται μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης (προδικαστικής), η οποία ορίζει το αντικείμενό της, τον διάδικο που έχει το βάρος της απόδειξης και τα αποδεικτικά μέσα με τα οποία θα γίνει. Τα μέσα απόδειξης καθορίζονται ανάλογα με το είδος της (π.χ. η αυτοψία και η πραγματογνωμοσύνη διατάσσονται όπου είναι ειδική ανάγκη) και προσδιορίζεται με ακρίβεια το αντικείμενο και η διαδικασία τους. Οιμάρτυρες δεν επιτρέπονται, παρά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις όπου δεν θεωρείται απαραίτητη ή δεν είναι δυνατή η ύπαρξη εγγράφων. Η χρησιμοποίηση δικαστικών τεκμηρίων επιτρέπεται μόνο όπου επιτρέπονται και μάρτυρες. Η ομολογία και ο όρκος των διαδίκων απαγορεύονται όπου το αντικείμενο της διαφοράς ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, όπως για παράδειγμα σε διαζύγιο. Τα έγγραφα, για να έχουν αποδεικτική δύναμη, πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις κύρους, δηλαδή να είναι ευανάγνωστα, χωρίς αλλοιώσεις και μεταβολές, και χαρτοσημασμένα.
Dictionary of Greek. 2013.